- ταμπουρώνομαι
- ταμπουρώνομαι, ταμπουρώθηκα, ταμπουρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ταμπουρώνω — Ν [ταμπούρι] 1. οχυρώνω με ταμπούρι, κατασκευάζω ταμπούρι 2. (συν. το μέσ.) ταμπουρώνομαι α) προφυλάσσομαι πίσω από αμυντικό προπέτασμα, οχυρώνομαι β) μτφ. i) καλύπτομαι, χρησιμοποιώ κάτι ως προκάλυμμα, για μια συνήθως αρνητική, ενέργειά μου… … Dictionary of Greek
ταμπουρώνω — ταμπούρωσα 1. οχυρώνω θέση με ταμπούρια (βλ. λ.). 2. ταμπουρώνομαι ταμπουρώθηκα, ταμπουρωμένος, οχυρώνομαι πίσω από ταμπούρια: Ταμπουρώθηκαν στο κάστρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)